δρόμος

δρόμος
δρόμος
Grammatical information: m.
Meaning: `run, race, course' (Il.; Porzig Satzinhalte 273) = γυμνάσιον (Crete; cf. on δρομεύς below).
Derivatives: δρομεύς `runner' (Att.), `ἔφηβος' (Cret.); δρομάς f. (m., n.) `running' (S, vgl. Schwyzer 507, Chantr. Form. 354), also for the camel (D. S.), as Lat. LW [loanword] dromas with dromedārius, from where δρομεδάριος, δρομαδάριος `dromedar' (pap.); - δρομαῖος `running' (S.), δρομικός `for running, quick' (Pl.) with δρομικότης (Simp.); - Δρόμιος surname of Hermes (Crete), Δρομήϊος month name (Crete); - late and rare δρομίας name of a fish and a crab (Eratosth.; s. Strömberg Fischnamen 51f., Thompson Fishes s. δρόμων); δρομαλός adj. of the λαγωός (H.), δρόμων `light ship' (Prokop.), = ὁ μικρὸς καρκίνος H. (cf. on δρομίας), δρόμαξ (κάμηλος, Gp.); - δρόμιον `running match' (Tab. Defix. Aud., Rom IV-Vp). - δρομή = δρόμος (Hdn. Gr.).
Origin: IE [Indo-European] [201] *drem- `run'
Etymology: To δραμεῖν, s. v.
Page in Frisk: 1,419

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δρόμος — course masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… …   Dictionary of Greek

  • δρόμος — ο 1. πορεία, τρέξιμο: Ίδρωσα από το δρόμο. 2. οδός: Μένουμε στον ίδιο δρόμο. 3. αγώνισμα ταχύτητας και αντοχής: Κέρδισε χρυσό μετάλλιο σε αγώνα δρόμου. 4. φρ., «Πήρε τους δρόμους», περιπλανήθηκε· «Του έδωσα δρόμο», τον έδιωξα· «Έμεινα στο δρόμο» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… …   Dictionary of Greek

  • Νέος Δρόμος — Δεκαπενθήμερο παιδαγωγικό περιοδικό, επίσημο όργανο του Εκπαιδευτικού Όμίλου. Εκδόθηκε στα έτη 1928 και 1929 …   Dictionary of Greek

  • αυτοκινητόδρομος — Δρόμος αποκλειστικά αφιερωμένος στη μηχανοκίνητη κυκλοφορία, ο οποίος αποτελείται τυπικά από δύο χωριστά καταστρώματα, ένα για κάθε κατεύθυνση, που τα χωρίζει μια λωρίδα ή νησίδα. Τα καταστρώματα αποτελούνται από πολλές διαχωριστικές λωρίδες για… …   Dictionary of Greek

  • δρόμω — δρόμος course masc nom/voc/acc dual δρόμος course masc gen sg (doric aeolic) δρομόω hasten pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δρομόω hasten imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДРОМОС —    • Δρόμος,          см. Gymnasium, Гимнасий …   Реальный словарь классических древностей

  • δρόμοι — δρόμος course masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρόμοιο — δρόμος course masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρόμοις — δρόμος course masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”